1 ἀρκτικός, -ή, -όν
1 ártico, septentrional
πόλοςArist.Mu.392a3, Hippol.Haer.4.47.2,
κύκλοςHipparch.1.7.6, Eudox.Fr.64a, plu., Gem.5.10,
ὠκεανόςD.C.44.43.1,
μέροςIGLS 465.6 (Antioquena I d.C.),
ἀρκτικωτέρα ... ἡ Κύζικος τῆς ΚολοφῶνοςSch.Nic.Al.7a,
τὰ ... ἀρκτικώτερα (ἄστρα)Gem.14.10,
ἀπὸ τοῦ ἀρκτικωτάτου στόματοςPtol.Geog.3.10.17
•subst. ὁ ἀ. el circulo ártico
ὁ ... ἀ. ἐστι δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὅροςel círculo ártico es el límite del levante y el poniente Str.1.1.6, cf. Plu.2.429f, 888c, plu., Str.1.1.21.
2 de la Osa Mayor
ἀρκτικὴ δύναμιςo simpl.
ἀρκτικήen los papiros mágicos invocando la constelación
ἀ. δύναμις πάντα ποιοῦσαPMag.4.1275, 1331, cf. 7.686.